- εὐώνυμα
- εὐώνυμοςof good nameneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EUONYMOS — ins. parva ex Aeoliis. Plin. l. 3. c. 9. Ita dicta, quod e Lipara in Siciliam navigantibus sinistra offeratur, nam εὐώνυμα Gr. κατ᾿ εὐφημισμόν vocant sinistra, auctor Strab. l. 6. p. 276. Stromboli Nigro, Vulcanetto Ferrario. Quibusd. Lisia… … Hofmann J. Lexicon universale
ευωνύμιος — εὐωνύμιος, α, ον (Α) [ευώνυμος] (ποιητ. τ.) ο ευώνυμος, ο ευτυχής, ο ευοίωνος. επίρρ... εὐωνυμίως (ΑΜ, Μ και ευώνυμα) προς τα αριστερά … Dictionary of Greek
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek